Αγαπητέ αναγνώστη, καλωσήρθες σε ένα ακόμα review που κάθε φορά ανυπομονείς να διαβάσεις. Θα ξεκινήσω λέγοντάς σου ότι, κάθε παιχνίδι ξεκινά με φιλοδοξία. Κι αυτό το νιώθεις στο Sancticide, σαν κάποιος να κοίταξε έναν τοίχο γεμάτο σημειώσεις, αποσπάσματα από τη Βίβλο και concept art και σκέφτηκε: ναι, αυτό μπορεί να λειτουργήσει. Και ειλικρινά; Θα μπορούσε. Στα χαρτιά, το Sancticide, παρόλο που βρίσκεται σε early access, είναι γεμάτο πλούσιο, δραματικό υλικό, ένας κόσμος διαλυμένος από μια Αποκάλυψη βγαλμένη κατευθείαν από το Βιβλίο της Αποκάλυψης, ένας βασανισμένος πρωταγωνιστής ονόματι Ezechiel και μια αποστολή να εξαλείψει τη διαφθορά στο όνομα ενός θεϊκού σκοπού. Βαρύ υλικό. Με προοπτική. Αν βρισκόταν στα σωστά χέρια. Η ιδέα να παίζεις ως ένας καταρρακωμένος άντρας που σέρνεται μέσα από πυρ και στάχτη, πολεμώντας τόσο κυριολεκτικούς όσο και μεταφορικούς δαίμονες; Δεν είναι κακή. Είναι τολμηρή. Είναι σκοτεινή. Δίνει την αίσθηση ότι θέλει να αντηχήσει το ηθικό βάρος του Dark Souls. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι το concept, είναι όλα όσα ακολουθούν.

Τα πρώτα λεπτά σε ρίχνουν σ’ έναν κόσμο που προσπαθεί να μοιάσει εγκαταλελειμμένος και απόκοσμος. Αλλά αντί να νιώσεις ότι μπαίνεις σε μια καταραμένη γη γεμάτη ιστορία και πόνο, μοιάζει σαν να μπήκες σε σκηνή θεάτρου με ημιτελή σκηνικά. Δεν υπάρχει βάρος. Δεν υπάρχει υφή. Μόνο ένα κενό γεμάτο από προθέσεις που δεν πήραν ποτέ ζωή. Ο Ezechiel υποτίθεται πως θα κουβαλήσει όλο το συναισθηματικό βάρος. Έχει ένα παρελθόν, αυτό είναι σαφές. Έχει θυμό, ενοχές, κάτι να αποδείξει. Αλλά τίποτα από αυτά δεν φαίνεται στον τρόπο που κινείται, στον τρόπο που μιλάει ή στον τρόπο που το παιχνίδι αντιδρά σε αυτόν. Δεν υπάρχει βάθος στον χαρακτήρα. Δεν υπάρχει αίσθηση αποστολής. Σου λέει το παιχνίδι ότι παλεύει για να εξαγνίσει την αμαρτία στην γη, αλλά ποτέ δεν το νιώθεις. Όλα είναι επιφανειακά. Σαν κάποιος να έγραψε μια δραματική βιογραφία του χαρακτήρα και να μην σκέφτηκε ποτέ πώς να την μετατρέψει σε κάτι που να μπορεί να παιχτεί. Ξέρεις τι είναι απογοητευτικό; Υπάρχει πραγματικά μια ιστορία εδώ. Κάπου. Αλλά απ’ την πρώτη κιόλας σκηνή, το Sancticide καθιστά σαφές ότι δεν έχει ιδέα πώς να την διηγηθεί.

Αν η μάχη είναι διασκεδαστική, συγχωρείς πολλά. Κακή ιστορία; Μπορεί να πεις οκ (όχι τόσο βέβαια στην δική μου περίπτωση). Περίεργο μενού; Εντάξει. Αλλά το Sancticide αποτυγχάνει στο μοναδικό πράγμα που δεν έπρεπε να αποτύχει, την αίσθηση της μάχης. Και όχι με την έννοια ότι χρειάζεται βελτίωση, αλλά περισσότερο με την έννοια ότι κάποιες φορές λειτουργεί ενεργά εναντίον σου. Τα πράγματα πάνε στραβά από την πρώτη κιόλας επίθεση σου. Υπάρχει μια ακαμψία, λες και ο Ezechiel πολεμάει υποβρυχίως ή με πονοκέφαλο από hangover. Τα χτυπήματα δεν έχουν βάρος, η αίσθηση της πρόσκρουσης είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Μοιάζει σαν να χτυπάς σκιές με αφρολέξ. Δεν είναι ικανοποιητικό, είναι μπερδεμένο. Άλλοτε αντιδρά ο εχθρός, άλλοτε όχι.

Το gunplay είναι ακόμα χειρότερο. Το σημάδι είναι ασταθές, το aiming φαίνεται πρόχειρο, δεν υπάρχει ίχνος οπισθοδρόμησης και αν πολεμάς από απόσταση, ετοιμάσου να χάνεις. Συνεχώς. Κι όλα αυτά ενώ οι εχθροί σε βαράνε. Πράγμα που σημαίνει ότι πεθαίνεις γιατί το aiming αποφάσισε να μην συνεργαστεί. Το AI των εχθρών δεν βοηθά. Μόνοι τους οι εχθροί είναι εύκολοι. Οι κινήσεις τους είναι αργές και προβλέψιμες. Σε ομάδες όμως, λόγω της χαλασμένης κάμερας και των άβολων χειρισμών, ακόμα και μια απλή μάχη γίνεται κόλαση. Όχι με την καλή έννοια. Το Sancticide θέλει πολύ να είναι τύπου Soulslike. Μπορείς να καταλάβεις την επιρροή του, από το stamina, το dodge, τα βαριά χτυπήματα. Αλλά εκεί που τα Souls έχουν ακρίβεια, το Sancticide έχει αδεξιότητα. Δεν μαθαίνεις να πολεμάς καλύτερα. Μαθαίνεις να παλεύεις με τους κακούς μηχανισμούς του παιχνιδιού.
Θα περίμενες ότι αν παίζεις έναν ιερό πολεμιστή που περπατά σε μια καμένη γη γεμάτη δαίμονες και αμαρτία, θα αποκτούσες κάποιες θεϊκές δυνάμεις που θα έμοιαζαν πραγματικά… θεϊκές. Ή τουλάχιστον χρήσιμες. Αλλά το Sancticide καταφέρνει να μετατρέψει αυτή την υπόσχεση σε άλλη μια χαμένη ευκαιρία. Εδώ, οι ‘δυνάμεις’ του Ezechiel μοιάζουν περισσότερο με glitch παρά με θεία παρέμβαση. Στην αρχή, εντυπωσιάζεσαι κάπως. Έχεις push, έχεις blessing, έχεις ένα ability για slow time… αλλά γρήγορα καταλαβαίνεις ότι τίποτα δεν λειτουργεί όπως πρέπει. Οι περισσότερες από αυτές λειτουργούν ελάχιστα ή δεν λειτουργούν καθόλου. Είναι σαν οι devs να έγραψαν πρώτα τις περιγραφές και να ξέχασαν να ολοκληρώσουν τους μηχανισμούς.

Το slow time; Υποτίθεται κάνει τους εχθρούς πιο αργούς. Στην πράξη, όλα γίνονται λίγο θολά και ο ήχος μειώνεται ελαφρώς, αλλά συχνά οι εχθροί κινούνται και αντιδρούν σχεδόν ακριβώς όπως πριν. Δεν έχεις πλεονέκτημα, απλώς χάνεις mana.
Το push, τουλάχιστον, λειτουργεί. Αν σπρώξεις κάποιον σε γκρεμό, θα πέσει. Μπράβο. Ένα πράγμα που δουλεύει. Αλλά μερικές φορές οι εχθροί σχεδόν δεν κουνιούνται καν από το push. Και εδώ αρχίζει το πιο ενοχλητικό, δεν έχεις ιδέα τι να χρησιμοποιήσεις. Το combat loop είναι: dodge, ένα χτύπημα, dodge ξανά. Δεν χρησιμοποιείς καμία από τις δυνάμεις γιατί είτε δεν έχει νόημα, είτε γιατί δεν λειτουργούν. Ή και τα δύο. Σαν να έχεις ένα ολόκληρο οπλοστάσιο και το μόνο που αξίζει είναι ένα σπασμένο revolver. Όχι επειδή είναι δυνατότερο, αλλά επειδή τουλάχιστον πυροβολεί. Δεν είναι ότι το Sancticide δεν προσπαθεί. Είναι ότι όλα μοιάζουν ημιτελή. Οι δυνάμεις του Ezechiel υπάρχουν, αλλά χωρίς αντίκτυπο. Και χωρίς αντίκτυπο, δεν έχεις λόγο να πειραματιστείς. Απλώς κρατάς την ίδια τακτική μέχρι να τελειώσει η μάχη.
Τα RPGs έχουν ένα βασικό mechanic, όσο περισσότερο παίζεις, τόσο περισσότερο ο χαρακτήρας σου δυναμώνει. Μαθαίνει, εξελίσσεται, γίνεται πιο ικανός. Στο Sancticide, όμως, το leveling μοιάζει με ανέκδοτο. Ο Ezechiel κερδίζει XP σκοτώνοντας εχθρούς. Κλασικό. Αλλά όταν ανεβαίνεις επίπεδο, κάποιες φορές δεν υπάρχει ειδοποίηση. Ούτε animation, ούτε ήχος, ούτε ένα μικρό ‘Level Up!’ κάπου στην οθόνη. Το μαθαίνεις μόνο αν μπεις στο μενού και προσέξεις ότι άλλαξε το νούμερο στο level και στα skill points. Επιπροσθέτως, υπάρχει ένα skill tree, αλλά είναι τόσο κενό και ρηχό που δεν σου κάνει αίσθηση να το βλέπεις και συχνά. Είναι σαν το παιχνίδι να έβαλε ένα σύστημα leveling απλώς για να λέει ότι είναι RPG.
Μετά είναι και η ισορροπία του παιχνιδιού. Ή μάλλον, η πλήρης απουσία της. Έκανα ένα upgrade στο Strength, μόνο ένα, από εκεί και πέρα ήμουν θεός. Σχεδόν one-shot σε όλους. Οι Sinners; Τέλος. Τα Crookeds; Σαν να μην υπάρχουν. Δεν υπάρχει αίσθηση δυσκολίας, ούτε κλιμάκωση. Δεν νιώθεις ότι εξελίσσεσαι, απλά πατάς ένα- δύο κουμπιά και τελείωσες το εκάστοτε fight.

Όλο αυτό δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα, δεν νιώθεις να εξελίσσεσαι. Παίζεις για ώρες, σκοτώνεις, προχωράς και ο Ezechiel παραμένει ίδιος. Δεν νιώθεις ότι τρέχει πιο γρήγορα, δεν αντέχει περισσότερο. Είναι το ίδιο άτονο και μπερδεμένο πλάσμα όπως όταν ξεκίνησες. Και χωρίς πρόοδο, το κίνητρο χάνεται. Δεν κυνηγάς καλύτερα builds, δεν προσαρμόζεις το στιλ παιχνιδιού σου. Απλώς συνεχίζεις επειδή… δεν έχεις άλλη επιλογή. Κι αυτό είναι ίσως το πιο απογοητευτικό σημείο, ένα RPG χωρίς πραγματική εξέλιξη είναι σαν παζλ χωρίς λύση. Ακόμα κι αν ήθελες να ασχοληθείς με το lore ή την ατμόσφαιρα, το γεγονός ότι το gameplay δεν προσφέρει καμία ανταμοιβή, σε κρατάει μόνιμα σε μια κατάσταση στασιμότητας. Δεν υπάρχουν ‘ουάου’ στιγμές. Δεν υπάρχει ‘α, τώρα είμαι έτοιμος για αυτό το boss’. Υπάρχει μόνο ανούσιο leveling.
Εντάξει, ας δώσουμε όμως τα εύσημα εκεί όπου πρέπει, το Sancticide έχει μερικά πραγματικά ωραία σχέδια εχθρών. Ή τουλάχιστον η ιδέα τους. Το bestiary, δηλαδή η λίστα με τα μη ανθρωποειδή πλάσματα του παιχνιδιού, έχει κάτι το ιδιαίτερο. Δεν μιλάμε μόνο για σχέδια τρόμου με αγκάθια και αίμα, αλλά για οντότητες με lore. Κάθε πλάσμα έχει μια μικρή ιστορία να διηγηθεί. Από πού ήρθε, τι αντιπροσωπεύει, πώς δένει με τον κόσμο. Τουλάχιστον, κάποιος από την ομάδα νοιάστηκε αρκετά για να σχεδιάσει έναν παράξενο και ανησυχητικό κόσμο. Και οπτικά; Δεν είναι κακά. Υπάρχει μια ποικιλία που εκπλήσσει. Όλα αυτά, όταν τα βλέπεις για πρώτη φορά, δημιουργούν μια αίσθηση δέους. Ίσως και φόβου. Είναι η μοναδική στιγμή που το παιχνίδι δείχνει χαρακτήρα.


Αλλά (και είναι μεγάλο το αλλά), αυτά τα τέρατα υπάρχουν μέσα σε ένα σπασμένο παιχνίδι. Το combat σύστημα είναι τόσο κακό που δεν μπορείς να τα απολαύσεις. Οι μάχες μαζί τους είναι εντελώς βαρετές. Το animation τους δεν είναι πάντα σωστό, κι έτσι χάνεται η μαγεία. Και το πιο θλιβερό; Αυτά τα τέρατα θα μπορούσαν να είχαν ρόλο. Θα μπορούσαν να σημαίνουν κάτι στην ιστορία. Να είναι σύμβολα, να επηρεάζουν τον κόσμο, να μιλούν για την πτώση του ανθρώπου. Αντί γι’ αυτό, είναι διακοσμητικά εμπόδια. Νέα skins σε μια μάχη που δεν λειτουργεί. Όταν το πιο ενδιαφέρον πράγμα στο παιχνίδι είναι οι εχθροί που εύχεσαι να αποφύγεις… κάτι πάει στραβά.
Αν το Sancticide είχε μια ταμπέλα στο εξώφυλλο του, θα έγραφε ‘inspired by Soulslike mechanics’. Και εν μέρει, είναι. Τουλάχιστον επιφανειακά. Το παιχνίδι προσπαθεί να φορέσει το μανδύα των Soulslike χωρίς να καταλαβαίνει γιατί αυτός ο μανδύας είχε νόημα αλλού. Δεν υπάρχει ρυθμός, δεν υπάρχει δομή στο combat. Δεν υπάρχει ανταμοιβή για το ρίσκο σου. Αντί για προσεγμένο σχεδιασμό περιοχών ή μάχες που σε εκπαιδεύουν, έχεις μια αίσθηση ότι δεν υπάρχει κάποιος λόγος και αιτία για να συνεχίσεις να παίζεις. Οι περιοχές δεν έχουν κρυμμένα μυστικά, ούτε έξυπνα shortcuts. Το level design είναι απλά διαδρομές προς έναν στόχο που δε σε νοιάζει να φτάσεις. Το μόνο που κρατάει την εμπειρία σε κίνηση είναι οι αποστολές. Και αυτές, κουραστικά γραμμικές και αδιάφορες. Το Sancticide μοιάζει να έχει δει από μακριά τι κάνουν τα Soulslike και να είπε ‘θα το κάνουμε κι εμείς’, χωρίς να πιάσει την ουσία. Σαν να προσπάθησε να αντιγράψει ένα δύσκολο παζλ αλλά με κομμάτια από άλλο κουτί. Δεν είναι καθόλου κακό να σε εμπνέει ένα είδος. Αλλά αν δεν καταλαβαίνεις πως να κάνεις αυτό το είδος να λειτουργεί, τότε απλά φτιάχνεις μια απομίμηση. Και όχι καλή.

Το voice acting στο Sancticide είναι… ας το πω ευγενικά, περίεργο. Ξέρεις πότε παίζεις ένα παιχνίδι και νιώθεις ότι οι φωνές προσθέτουν βάθος στους χαρακτήρες; Ε, εδώ όχι. Εδώ νιώθεις ότι κάτι πήγε πολύ στραβά. Για αρχή, ο Ezechiel έχει δύο διαφορετικές φωνές. Ναι, σωστά διάβασες. Μια για τα cutscenes και μια για το gameplay. Και δεν μοιάζουν να είναι απλώς διαφορετικές, είναι σαν να είναι δύο τελείως άλλοι άνθρωποι. Η πρώτη είναι πιο σοβαρή, βαριά, σχεδόν θεατρική. Η δεύτερη, πιο επίπεδη, σαν να μην ενδιαφέρεται καν ο ηθοποιός. Η αίσθηση που δίνει είναι ότι το voice acting ίσως έγινε με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης ή έστω από ανθρώπους που δεν είχαν καμία ιδέα τι έκαναν. Οι διάλογοι ακούγονται μονότονοι, άδειοι και συχνά εκφωνούνται με λάθος ένταση ή συναίσθημα. Είναι σαν να άκουσες μια ηχογράφηση από ρομπότ που προσπαθεί να μιλήσει σαν άνθρωπος, αλλά αποτυγχάνει. Και σε στιγμές που η ιστορία θα έπρεπε να λάμψει, το voice acting απλώς σου αποσπά την προσοχή.

Αν αυτό ήταν μια μικρή λεπτομέρεια, θα το συγχωρούσα. Αλλά είναι παντού. Από τα απλά NPC’s μέχρι τους βασικούς χαρακτήρες, οι φωνές δεν πείθουν. Ακόμα και αν αφήσεις στην άκρη την ποιότητα, το να έχεις τόση ασυνέπεια στο voice acting κάνει το παιχνίδι να μοιάζει σαν βιαστικό project. Σαν κάτι που φτιάχτηκε στο πόδι, χωρίς να νοιαστεί κανείς αν ακούγεται σωστό. Και στο τέλος, η κακή ερμηνεία προσθέτει ένα ακόμα επίπεδο απογοήτευσης σε ένα παιχνίδι που ήδη παλεύει να βρει το δρόμο του. Είναι δύσκολο να πάρεις στα σοβαρά τον Ezechiel, όταν η φωνή του αλλάζει ανάλογα με το πού βρίσκεται στην ιστορία.
Σε ένα παιχνίδι που βρίσκεται σε early access περιμένεις να δεις κάποια bugs, ίσως ένα κόλλημα, ένα σπασμένο animation, κάτι μικρό. Αλλά όταν καταρρέουν βασικοί μηχανισμοί; Εκεί τα πράγματα σοβαρεύουν. Το Sancticide δεν έχει απλώς ‘γωνίες’ που θέλουν γυάλισμα. Είναι σπασμένο σε σημεία που σου καταστρέφουν την εμπειρία πριν καν ξεκινήσει. Μπορώ να καταλάβω εν μέρη την σήμερον ημέρα ότι όταν ένα παιχνίδι κυκλοφορεί, τα bugs θα είναι αναπόφευκτα. Αλλά στο Sancticide, τα bugs δεν είναι απλώς παρόντα, είναι παντού. Και όχι τα μικρά, ενοχλητικά glitches που ξεχνάς γρήγορα. Μιλάμε για προβλήματα που χαλάνε ολοκληρωτικά την εμπειρία.
Ξεκίνησα με την πρώτη tutorial αποστολή. Πολέμησα μερικούς Crookeds, από τους απλούς εχθρούς, υποτίθεται για να μάθω τα βασικά του gameplay. Τους σκότωσα όλους και δεν συνέβη τίποτα. Η πόρτα μπροστά μου παραμένει κλειδωμένη. Καμία ενημέρωση αποστολής. Κανένα trigger. Απλώς στάθηκα εκεί, κολλημένος, κοιτώντας μια πόρτα που δεν θα ανοίξει ποτέ. Η μόνη λύση; Ξεκίνησα νέο save. Σοβαρά. Αν κάνεις fresh run, δουλεύει. Αν όχι, έχεις κολλήσει στο tutorial. Και αυτό το bug απλά σκότωσε την εμπιστοσύνη μου από τα πρώτα 10 λεπτά εμπειρίας μου με αυτό. Επιπλέον, ένα ακόμα bug που μου έκανε εντύπωση είναι με τα collectibles. Αντικείμενα που τα κάνεις trade για να μπορέσεις να κάνεις καλύτερο το gear σου. Όταν κάνεις διπλό κλικ σε ένα, εξαφανίζεται. Ναι καλά άκουσες. Όχι από το inventory, ούτε εμφανίζεται κάπου αλλού, απλά χάνεται. Στην πραγματικότητα, πηγαίνει σε ένα ‘κρυφό’ μενού που δεν μπορείς να το βρεις. Καμία ένδειξη. Και όταν κάνεις διπλό κλικ σε άλλο; Το προηγούμενο εμφανίζεται ξανά και εξαφανίζεται το καινούργιο. Ε δεν έχω λόγια πλέον.


Επιπροσθέτως, η κάμερα είναι άλλο ένα μόνιμο πρόβλημα. Σε κρίσιμες στιγμές μπορεί να κινείται σε ακατάλληλες γωνίες, κάνοντάς σε να χάνεις τον προσανατολισμό σου. Όταν προσπαθείς να πολεμήσεις ή να εξερευνήσεις, η κάμερα παίζει εναντίον σου πιο πολύ απ’ ό,τι οι εχθροί και θα πρότεινα πάντα να κάνετε lock τους εχθρούς όταν μπαίνετε σε ένα fight.
Όλα αυτά δεν είναι απλώς μικροπροβλήματα. Είναι σοβαρές δυσλειτουργίες και ακατανόητες σχεδιαστικές αποφάσεις που καταστρέφουν ό,τι προσπαθεί να χτίσει το Sancticide. Θες να του δώσεις μια ευκαιρία, αλλά το ίδιο το παιχνίδι σε απωθεί από το να αλλάξεις γνώμη. Είναι τόσο συχνά τα προβλήματα που δεν είναι απλώς λάθη, είναι εμπόδια. Κι αν πας να κάνεις αποστολές ή να προχωρήσεις, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να κολλήσεις κάπου και να χρειαστεί να κάνεις restart. Αυτά τα τεχνικά προβλήματα δείχνουν ξεκάθαρα ότι το παιχνίδι δεν πέρασε από την απαραίτητη φάση δοκιμών. Ή τουλάχιστον, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ σωστά. Το αποτέλεσμα; Μια εμπειρία που αποσπά τον παίκτη από το να νιώσει βυθισμένος στον κόσμο και την ιστορία και το χειρότερο είναι ότι όλα μπορούν να γυρίσουν ανάποδα χωρίς προειδοποίηση.
Αφού φτάσαμε στο τέλος, τι μένει να πούμε για το Sancticide; Ξέρεις, υπάρχουν παιχνίδια που ξεκινούν με λάθη, αλλά βελτιώνονται με patch και υπομονή. Αυτό εδώ δεν είναι ένα από αυτά. Το Sancticide δεν μοιάζει με ένα παιχνίδι που απλώς χρειάζεται διόρθωση. Μοιάζει με ένα που πρέπει να ξαναφτιαχτεί από την αρχή. Η βασική ιδέα έχει νόημα, αλλά ο τρόπος που έγινε το παιχνίδι δείχνει να είναι βιαστικός, ακατέργαστος και χωρίς ουσιαστικό έλεγχο ποιότητας. Το gameplay είναι αδέξιο, το σύστημα μάχης απογοητευτικό, το leveling χωρίς αντίκρισμα και το lore χάνεται σε μια ακατάστατη αφήγηση. Η τεχνική κατάσταση είναι τόσο κακή που συχνά νιώθεις πως παίζεις ένα ατελές demo παρά ένα ολοκληρωμένο προϊόν. Δεν μπορείς παρά να νιώσεις λύπη για το πόσο υποσχόμενο θα μπορούσε να είναι το Sancticide.
Υπάρχει μια ιστορία που θέλει να ειπωθεί, χαρακτήρες που θα μπορούσαν να σε αγγίξουν, τέρατα που θα μπορούσαν να σε τρομάξουν. Αλλά όλα αυτά είναι θαμμένα κάτω από μια στοίβα προβλημάτων που πνίγουν την εμπειρία. Σε αυτό το σημείο, το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να ελπίζεις ότι οι δημιουργοί θα δουν τι πήγε στραβά και θα δουλέψουν πάνω σε μια εντελώς νέα εκδοχή. Αν όχι, το Sancticide θα μείνει ως ένα παράδειγμα του πώς το ταλέντο και οι καλές ιδέες δεν φτάνουν αν δεν υπάρχει και η σωστή υλοποίηση. Ίσως κάποια μέρα να δούμε τον Ezechiel να παλεύει όπως του αξίζει. Μέχρι τότε, το Sancticide θα παραμείνει ως μια αποτυχημένη ευκαιρία.
Βαθμολογία: 4/10
Διαβάστε ακόμα:
Η επισκεψιμότητα στο νησί του Fortnite αναμένεται να χτυπήσει “κόκκινο” με το Super Showdown event






















Σχόλια 2